λήξεως

λήξεως
λήξεω̆ς , λῆξις 1
determination
fem gen sg (attic)
λήξεω̆ς , λῆξις 2
cessation
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακροπρόθεσμος — η, ο 1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο») 2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. επίρρ... μακροπρόθεσμα 1. με… …   Dictionary of Greek

  • EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”